Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνητέος
ἀποκνίζω
ἀπόκνισμα
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολυμβάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκοπή
ἀποκόπτω
ἀποκορυφόω
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκουφίζω
ἀποκράδιος
View word page
ἀποκομιδή
ἀποκομιδή ἀποκομίζομαι a getting away, getting back, Thuc.
ShortDef
a getting away, getting back
Debugging
Headword:
ἀποκομιδή
Headword (normalized):
ἀποκομιδή
Headword (normalized/stripped):
αποκομιδη
IDX:
4134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4135
Key:
a)pokomidh/
Data
{'content': 'ἀποκομιδή\n ἀποκομίζομαι\n a getting away, getting back, Thuc.', 'key': 'a)pokomidh/'}