Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποκλύζω
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνητέος
ἀποκνίζω
ἀπόκνισμα
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολυμβάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκοπή
ἀποκόπτω
ἀποκορυφόω
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκουφίζω
View word page
ἀποκολυμβάω
ἀποκολυμβάω to dive and swim away, Thuc.
ShortDef
to dive and swim away
Debugging
Headword:
ἀποκολυμβάω
Headword (normalized):
ἀποκολυμβάω
Headword (normalized/stripped):
αποκολυμβαω
IDX:
4133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4134
Key:
a)pokolumba/w
Data
{'content': 'ἀποκολυμβάω\n to dive and swim away, Thuc.', 'key': 'a)pokolumba/w'}