Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόκλισις
ἀποκλύζω
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνητέος
ἀποκνίζω
ἀπόκνισμα
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολυμβάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκοπή
ἀποκόπτω
ἀποκορυφόω
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
View word page
ἀπόκοιτος
ἀπόκοιτος κοίτη sleeping away from others, c. gen., Aeschin.
ShortDef
sleeping away from
Debugging
Headword:
ἀπόκοιτος
Headword (normalized):
ἀπόκοιτος
Headword (normalized/stripped):
αποκοιτος
IDX:
4132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4133
Key:
a)po/koitos
Data
{'content': 'ἀπόκοιτος\n κοίτη\n sleeping away from others, c. gen., Aeschin.', 'key': 'a)po/koitos'}