Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλύζω
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνητέος
ἀποκνίζω
ἀπόκνισμα
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολυμβάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκοπή
ἀποκόπτω
View word page
ἀπόκνισμα
ἀπόκνισμα from ἀποκνίζω that which is nipt off, a little bit, Ar.

ShortDef

that which is nipt off, a little bit

Debugging

Headword:
ἀπόκνισμα
Headword (normalized):
ἀπόκνισμα
Headword (normalized/stripped):
αποκνισμα
IDX:
4129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4130
Key:
a)po/knisma

Data

{'content': 'ἀπόκνισμα\n from ἀποκνίζω\n that which is nipt off, a little bit, Ar.', 'key': 'a)po/knisma'}