Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποκλείω
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλύζω
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνητέος
ἀποκνίζω
ἀπόκνισμα
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολυμβάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκοπή
View word page
ἀποκνίζω
ἀποκνίζω to nip off.

ShortDef

to nip off

Debugging

Headword:
ἀποκνίζω
Headword (normalized):
ἀποκνίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκνιζω
IDX:
4128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4129
Key:
a)pokni/zw

Data

{'content': 'ἀποκνίζω\n to nip off.', 'key': 'a)pokni/zw'}