Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόκλεισις
ἀποκλείω
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλύζω
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνητέος
ἀποκνίζω
ἀπόκνισμα
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολυμβάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
View word page
ἀποκνητέος
ἀποκνητέος verb. adj. of ἀποκνέω, Plat.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποκνητέος
Headword (normalized):
ἀποκνητέος
Headword (normalized/stripped):
αποκνητεος
IDX:
4127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4128
Key:
a)poknhte/os
Data
{'content': 'ἀποκνητέος\n verb. adj. of ἀποκνέω, Plat.', 'key': 'a)poknhte/os'}