Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποκλάω
ἀπόκλεισις
ἀποκλείω
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλύζω
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνητέος
ἀποκνίζω
ἀπόκνισμα
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολυμβάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀπόκομμα
View word page
ἀπόκνησις
ἀπόκνησις from ἀποκνέω a shrinking from, c. gen., Thuc.

ShortDef

a shrinking from

Debugging

Headword:
ἀπόκνησις
Headword (normalized):
ἀπόκνησις
Headword (normalized/stripped):
αποκνησις
IDX:
4126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4127
Key:
a)po/knhsis

Data

{'content': 'ἀπόκνησις\n from ἀποκνέω\n a shrinking from, c. gen., Thuc.', 'key': 'a)po/knhsis'}