Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
ἀπόκινος
ἀποκλάζω
ἀποκλάζω
ἀποκλαίω
ἀποκλάω
ἀπόκλεισις
ἀποκλείω
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλύζω
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνητέος
ἀποκνίζω
ἀπόκνισμα
View word page
ἀπόκληρος
ἀπόκληρος without lot or share of a thing, c. gen., Pind.

ShortDef

without lot

Debugging

Headword:
ἀπόκληρος
Headword (normalized):
ἀπόκληρος
Headword (normalized/stripped):
αποκληρος
IDX:
4119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4120
Key:
a)po/klhros

Data

{'content': 'ἀπόκληρος\n without lot or share of a thing, c. gen., Pind.', 'key': 'a)po/klhros'}