Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποκαύλισις
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
ἀπόκινος
ἀποκλάζω
ἀποκλάζω
ἀποκλαίω
ἀποκλάω
ἀπόκλεισις
ἀποκλείω
ἀπόκληρος
View word page
ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδύνευσις from ἀποκινδυνεύω a venturous attempt, Thuc.

ShortDef

a venturous attempt

Debugging

Headword:
ἀποκινδύνευσις
Headword (normalized):
ἀποκινδύνευσις
Headword (normalized/stripped):
αποκινδυνευσις
IDX:
4109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4110
Key:
a)pokindu/neusis

Data

{'content': 'ἀποκινδύνευσις\n from ἀποκινδυνεύω\n a venturous attempt, Thuc.', 'key': 'a)pokindu/neusis'}