Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρτερέω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
ἀπόκινος
ἀποκλάζω
ἀποκλάζω
View word page
ἀποκηδεύω
ἀποκηδεύω to cease to mourn for, τινά Hdt.
ShortDef
to cease to mourn for
Debugging
Headword:
ἀποκηδεύω
Headword (normalized):
ἀποκηδεύω
Headword (normalized/stripped):
αποκηδευω
IDX:
4104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4105
Key:
a)pokhdeu/w
Data
{'content': 'ἀποκηδεύω\n to cease to mourn for, τινά Hdt.', 'key': 'a)pokhdeu/w'}