Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόκαμψις
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρτερέω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
ἀπόκινος
ἀποκλάζω
View word page
ἀποκερματίζω
ἀποκερματίζω to change for small coin: metaph., ἀπ. τὸν βίον to dissipate oneʼs substance, Anth.
ShortDef
to change for small coin
Debugging
Headword:
ἀποκερματίζω
Headword (normalized):
ἀποκερματίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκερματιζω
IDX:
4103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4104
Key:
a)pokermati/zw
Data
{'content': 'ἀποκερματίζω\n to change for small coin: metaph., ἀπ. τὸν βίον to dissipate oneʼs substance, Anth.', 'key': 'a)pokermati/zw'}