Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρτερέω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκινδύνευσις
View word page
ἀποκαύλισις
ἀποκαύλισις from ἀποκαυλίζω a breaking short off, snapping, Luc.
ShortDef
a breaking short off, snapping
Debugging
Headword:
ἀποκαύλισις
Headword (normalized):
ἀποκαύλισις
Headword (normalized/stripped):
αποκαυλισις
IDX:
4099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4100
Key:
a)pokau/lisis
Data
{'content': 'ἀποκαύλισις\n from ἀποκαυλίζω\n a breaking short off, snapping, Luc.', 'key': 'a)pokau/lisis'}