Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄδετος
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδηλία
ἄδηλος
ἀδημονέω
ἀδημονία
ἅδην
ἄδηρις
ἀδήριτος
ᾍδης
ἀδηφάγος
ἀδῄωτος
ἀδιάβατος
ἀδιάβλητος
ἀδιάθετος
ἀδιάκριτος
View word page
ἀδημονία
ἀδημονία trouble, distress, Anth., Plut.

ShortDef

trouble, distress

Debugging

Headword:
ἀδημονία
Headword (normalized):
ἀδημονία
Headword (normalized/stripped):
αδημονια
IDX:
410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n410
Key:
a)dhmoni/a

Data

{'content': 'ἀδημονία\n trouble, distress, Anth., Plut.', 'key': 'a)dhmoni/a'}