Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀβληχρός
ἀβληχρώδης
ἀβοήθητος
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβόσκητος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἀβριθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβροδίαιτος
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἄβρομος
ἁβροπέδιλος
ἁβρόπηνος
View word page
ἀβούτης
ἀβούτης βοῦς without oxen, i.e. poor, Hes.

ShortDef

without oxen

Debugging

Headword:
ἀβούτης
Headword (normalized):
ἀβούτης
Headword (normalized/stripped):
αβουτης
IDX:
41
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n41
Key:
a)bou/ths

Data

{'content': 'ἀβούτης\n βοῦς\n without oxen, i.e. poor, Hes.', 'key': 'a)bou/ths'}