Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποκαίριος
ἀποκαίω
ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρτερέω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκήρυκτος
View word page
ἀποκαρτερέω
ἀποκαρτερέω to kill oneself by abstinence, Plut.

ShortDef

to kill oneself by abstinence

Debugging

Headword:
ἀποκαρτερέω
Headword (normalized):
ἀποκαρτερέω
Headword (normalized/stripped):
αποκαρτερεω
IDX:
4096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4097
Key:
a)pokartere/w

Data

{'content': 'ἀποκαρτερέω\n to kill oneself by abstinence, Plut.', 'key': 'a)pokartere/w'}