Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαίω
ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρτερέω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
View word page
ἀποκαραδοκία
ἀποκαραδοκία καραδοκέω earnest expectation, NTest.

ShortDef

earnest expectation

Debugging

Headword:
ἀποκαραδοκία
Headword (normalized):
ἀποκαραδοκία
Headword (normalized/stripped):
αποκαραδοκια
IDX:
4095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4096
Key:
a)pokaradoki/a

Data

{'content': 'ἀποκαραδοκία\n καραδοκέω\n earnest expectation, NTest.', 'key': 'a)pokaradoki/a'}