Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαίω
ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρτερέω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκηδεύω
View word page
ἀποκαπύω
ἀποκαπύω to breathe away, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν (Epic aor1 in tmesi) she gasped forth her life, Il.
ShortDef
to breathe away
Debugging
Headword:
ἀποκαπύω
Headword (normalized):
ἀποκαπύω
Headword (normalized/stripped):
αποκαπυω
IDX:
4094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4095
Key:
a)pokapu/w
Data
{'content': 'ἀποκαπύω\n to breathe away, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν (Epic aor1 in tmesi) she gasped forth her life, Il.', 'key': 'a)pokapu/w'}