Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποκάθαρσις
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαίω
ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρτερέω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκερδαίνω
View word page
ἀποκάμπτω
ἀποκάμπτω intr. to turn off or aside, Xen.
ShortDef
to turn off
Debugging
Headword:
ἀποκάμπτω
Headword (normalized):
ἀποκάμπτω
Headword (normalized/stripped):
αποκαμπτω
IDX:
4092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4093
Key:
a)poka/mptw
Data
{'content': 'ἀποκάμπτω\n intr. to turn off or aside, Xen.', 'key': 'a)poka/mptw'}