Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποίχομαι
ἀποκαθαίρω
ἀποκάθαρσις
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαίω
ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρτερέω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀπόκειμαι
View word page
ἀποκάλυψις
ἀποκάλυψις from ἀποκαλύπτω an uncovering, a revelation, NTest.: — the Apocalypse, NTest.

ShortDef

an uncovering, a revelation

Debugging

Headword:
ἀποκάλυψις
Headword (normalized):
ἀποκάλυψις
Headword (normalized/stripped):
αποκαλυψις
IDX:
4090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4091
Key:
a)poka/luyis

Data

{'content': 'ἀποκάλυψις\n from ἀποκαλύπτω\n an uncovering, a revelation, NTest.: — the Apocalypse, NTest.', 'key': 'a)poka/luyis'}