Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδηλία
ἄδηλος
ἀδημονέω
ἀδημονία
ἅδην
ἄδηρις
ἀδήριτος
ᾍδης
ἀδηφάγος
ἀδῄωτος
ἀδιάβατος
ἀδιάβλητος
ἀδιάθετος
View word page
ἀδημονέω
ἀδημονέω Deriv. uncertain. to be sorely troubled, Plat.; ἀδημονῆσαι τὰς ψυχάς Xen.
ShortDef
to be sorely troubled
Debugging
Headword:
ἀδημονέω
Headword (normalized):
ἀδημονέω
Headword (normalized/stripped):
αδημονεω
IDX:
409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n409
Key:
a)dhmone/w
Data
{'content': 'ἀδημονέω\n Deriv. uncertain.\n to be sorely troubled, Plat.; ἀδημονῆσαι τὰς ψυχάς Xen.', 'key': 'a)dhmone/w'}