Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποινόδικος
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποκαθαίρω
ἀποκάθαρσις
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαίω
ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρτερέω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαυλίζω
View word page
ἀποκαλέω
ἀποκαλέω to call back, recall, from exile, Hdt., Xen. to call away or aside, Xen. to call by a name, esp. by way of disparagement, to stigmatise as, τὸν τοῦ μανέντος ξύναιμον ἀποκαλοῦντες Soph.; σοφιστὴν ἀπ. τινα Xen.

ShortDef

to call back, recall

Debugging

Headword:
ἀποκαλέω
Headword (normalized):
ἀποκαλέω
Headword (normalized/stripped):
αποκαλεω
IDX:
4088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4089
Key:
a)pokale/w

Data

{'content': 'ἀποκαλέω\n to call back, recall, from exile, Hdt., Xen.\n to call away or aside, Xen.\n to call by a name, esp. by way of disparagement, to stigmatise as, τὸν τοῦ μανέντος ξύναιμον ἀποκαλοῦντες Soph.; σοφιστὴν ἀπ. τινα Xen.', 'key': 'a)pokale/w'}