Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινόδικος
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποκαθαίρω
ἀποκάθαρσις
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαίω
ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρτερέω
View word page
ἀποκαίριος
ἀποκαίριος = ἄκαιρος unseasonable, Soph.
ShortDef
unseasonable
Debugging
Headword:
ἀποκαίριος
Headword (normalized):
ἀποκαίριος
Headword (normalized/stripped):
αποκαιριος
IDX:
4086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4087
Key:
a)pokai/rios
Data
{'content': 'ἀποκαίριος\n = ἄκαιρος\n unseasonable, Soph.', 'key': 'a)pokai/rios'}