Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινόδικος
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποκαθαίρω
ἀποκάθαρσις
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαίω
ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπύω
View word page
ἀποκαθίστημι
ἀποκαθίστημι to re-establish, restore, reinstate, Xen.

ShortDef

to re-establish, restore, reinstate

Debugging

Headword:
ἀποκαθίστημι
Headword (normalized):
ἀποκαθίστημι
Headword (normalized/stripped):
αποκαθιστημι
IDX:
4084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4085
Key:
a)pokaqi/sthmi

Data

{'content': 'ἀποκαθίστημι\n to re-establish, restore, reinstate, Xen.', 'key': 'a)pokaqi/sthmi'}