Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινόδικος
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποκαθαίρω
ἀποκάθαρσις
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαίω
ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
View word page
ἀποκάθημαι
ἀποκάθημαι Pass. to sit apart, ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται (Ionic for -κάθηνται) Hdt.
ShortDef
to sit apart
Debugging
Headword:
ἀποκάθημαι
Headword (normalized):
ἀποκάθημαι
Headword (normalized/stripped):
αποκαθημαι
IDX:
4083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4084
Key:
a)poka/qhmai
Data
{'content': 'ἀποκάθημαι\n Pass. to sit apart, ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται (Ionic for -κάθηνται) Hdt.', 'key': 'a)poka/qhmai'}