Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινόδικος
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποκαθαίρω
ἀποκάθαρσις
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαίω
ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκάμπτω
View word page
ἀποκάθαρσις
ἀποκάθαρσις from ἀποκαθαίρω a clearing off, purging, Thuc. lustration, Plut.
ShortDef
a clearing off, purging
Debugging
Headword:
ἀποκάθαρσις
Headword (normalized):
ἀποκάθαρσις
Headword (normalized/stripped):
αποκαθαρσις
IDX:
4082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4083
Key:
a)poka/qarsis
Data
{'content': 'ἀποκάθαρσις\n from ἀποκαθαίρω\n a clearing off, purging, Thuc.\n lustration, Plut.', 'key': 'a)poka/qarsis'}