Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποικισμός
ἀποικίς
ἀποικοδομέω
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινόδικος
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποκαθαίρω
ἀποκάθαρσις
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαίω
ἀποκαλέω
ἀποκαλύπτω
View word page
ἀποϊστεύω
ἀποϊστεύω to kill with arrows, Anth.

ShortDef

to kill with arrows

Debugging

Headword:
ἀποϊστεύω
Headword (normalized):
ἀποϊστεύω
Headword (normalized/stripped):
αποιστευω
IDX:
4079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4080
Key:
a)poi+steu/w

Data

{'content': 'ἀποϊστεύω\n to kill with arrows, Anth.', 'key': 'a)poi+steu/w'}