Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποίητος
ἀποικέω
ἀποικία
ἀποικίζω
ἀποικισμός
ἀποικίς
ἀποικοδομέω
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινόδικος
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποκαθαίρω
ἀποκάθαρσις
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
View word page
ἀποιμώζω
ἀποιμώζω to bewail loudly, c. acc., Trag.
ShortDef
to bewail loudly
Debugging
Headword:
ἀποιμώζω
Headword (normalized):
ἀποιμώζω
Headword (normalized/stripped):
αποιμωζω
IDX:
4075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4076
Key:
a)poimw/zw
Data
{'content': 'ἀποιμώζω\n to bewail loudly, c. acc., Trag.', 'key': 'a)poimw/zw'}