Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποίδησις
ἀποίητος
ἀποικέω
ἀποικία
ἀποικίζω
ἀποικισμός
ἀποικίς
ἀποικοδομέω
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινόδικος
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποκαθαίρω
ἀποκάθαρσις
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίστημι
View word page
ἀποίμαντος
ἀποίμαντος ποιμαίνω unfed, untended, Anth.

ShortDef

unfed, untended

Debugging

Headword:
ἀποίμαντος
Headword (normalized):
ἀποίμαντος
Headword (normalized/stripped):
αποιμαντος
IDX:
4074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4075
Key:
a)poi/mantos

Data

{'content': 'ἀποίμαντος\n ποιμαίνω\n unfed, untended, Anth.', 'key': 'a)poi/mantos'}