Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποθρῴσκω
ἀποθύμιος
ἀποθύω
ἀποίδησις
ἀποίητος
ἀποικέω
ἀποικία
ἀποικίζω
ἀποικισμός
ἀποικίς
ἀποικοδομέω
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινόδικος
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποκαθαίρω
View word page
ἀποικοδομέω
ἀποικοδομέω to cut off by building, wall up, barricade, τὰς θύρας, τὰς ὁδούς Thuc.
ShortDef
to cut off by building, wall up, barricade
Debugging
Headword:
ἀποικοδομέω
Headword (normalized):
ἀποικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
αποικοδομεω
IDX:
4071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4072
Key:
a)poikodome/w
Data
{'content': 'ἀποικοδομέω\n to cut off by building, wall up, barricade, τὰς θύρας, τὰς ὁδούς Thuc.', 'key': 'a)poikodome/w'}