Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποθρύπτω
ἀποθρῴσκω
ἀποθύμιος
ἀποθύω
ἀποίδησις
ἀποίητος
ἀποικέω
ἀποικία
ἀποικίζω
ἀποικισμός
ἀποικίς
ἀποικοδομέω
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινόδικος
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
View word page
ἀποικίς
ἀποικίς fem. of ἄποικος, ἀπ. πόλις a colony, Hdt.
ShortDef
a colony
Debugging
Headword:
ἀποικίς
Headword (normalized):
ἀποικίς
Headword (normalized/stripped):
αποικις
IDX:
4070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4071
Key:
a)poiki/s
Data
{'content': 'ἀποικίς\n fem. of ἄποικος, ἀπ. πόλις\n a colony, Hdt.', 'key': 'a)poiki/s'}