Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόθλιψις
ἀποθνῄσκω
ἀποθρασύνομαι
ἀποθραύω
ἀποθρηνέω
ἀποθριάζω
ἀποθρύπτω
ἀποθρῴσκω
ἀποθύμιος
ἀποθύω
ἀποίδησις
ἀποίητος
ἀποικέω
ἀποικία
ἀποικίζω
ἀποικισμός
ἀποικίς
ἀποικοδομέω
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
View word page
ἀποίδησις
ἀποίδησις abatement of a swelling, Strab.
ShortDef
abatement of a swelling
Debugging
Headword:
ἀποίδησις
Headword (normalized):
ἀποίδησις
Headword (normalized/stripped):
αποιδησις
IDX:
4064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4065
Key:
a)poi/dhsis
Data
{'content': 'ἀποίδησις\n abatement of a swelling, Strab.', 'key': 'a)poi/dhsis'}