Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποθήκη
ἀποθηλύνω
ἀποθησαυρίζω
ἀποθλίβω
ἀπόθλιψις
ἀποθνῄσκω
ἀποθρασύνομαι
ἀποθραύω
ἀποθρηνέω
ἀποθριάζω
ἀποθρύπτω
ἀποθρῴσκω
ἀποθύμιος
ἀποθύω
ἀποίδησις
ἀποίητος
ἀποικέω
ἀποικία
ἀποικίζω
ἀποικισμός
ἀποικίς
View word page
ἀποθρύπτω
ἀποθρύπτω to crush in pieces:— metaph. in Pass., ἀποτεθρυμμένος broken, enervated, Plat.

ShortDef

to crush in pieces

Debugging

Headword:
ἀποθρύπτω
Headword (normalized):
ἀποθρύπτω
Headword (normalized/stripped):
αποθρυπτω
IDX:
4060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4061
Key:
a)poqru/ptw

Data

{'content': 'ἀποθρύπτω\n to crush in pieces:— metaph. in Pass., ἀποτεθρυμμένος broken, enervated, Plat.', 'key': 'a)poqru/ptw'}