Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόερσε
ἀποζάω
ἀποζεύγνυμι
ἀπόζω
ἀποθάλλω
ἀποθαρρέω
ἀποθαυμάζω
ἄποθεν
ἀποθεόω
ἀποθεραπεία
ἀποθερίζω
ἀπόθεσις
ἀπόθεστος
Ἀπόθεται
ἀπόθετος
ἀποθέω
ἀποθεώρησις
ἀποθέωσις
ἀποθήκη
ἀποθηλύνω
ἀποθησαυρίζω
View word page
ἀποθερίζω
ἀποθερίζω to cut off, κόμας Eur.

ShortDef

to cut off

Debugging

Headword:
ἀποθερίζω
Headword (normalized):
ἀποθερίζω
Headword (normalized/stripped):
αποθεριζω
IDX:
4042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4043
Key:
a)poqeri/zw

Data

{'content': 'ἀποθερίζω\n to cut off, κόμας Eur.', 'key': 'a)poqeri/zw'}