Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποδρύπτω
ἀποδύρομαι
ἀποδυτέος
ἀποδυτήριον
ἀποδύω
ἀποείκω
ἀπόερσε
ἀποζάω
ἀποζεύγνυμι
ἀπόζω
ἀποθάλλω
ἀποθαρρέω
ἀποθαυμάζω
ἄποθεν
ἀποθεόω
ἀποθεραπεία
ἀποθερίζω
ἀπόθεσις
ἀπόθεστος
Ἀπόθεται
ἀπόθετος
View word page
ἀποθάλλω
ἀποθάλλω to lose the bloom, Anth.

ShortDef

to lose the bloom

Debugging

Headword:
ἀποθάλλω
Headword (normalized):
ἀποθάλλω
Headword (normalized/stripped):
αποθαλλω
IDX:
4036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4037
Key:
a)poqa/llw

Data

{'content': 'ἀποθάλλω\n to lose the bloom, Anth.', 'key': 'a)poqa/llw'}