Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμάω
ἀπόδοσις
ἀποδοτέος
ἀποδοχή
ἀπόδρασις
ἀποδρέπω
ἀποδρύπτω
ἀποδύρομαι
ἀποδυτέος
ἀποδυτήριον
ἀποδύω
ἀποείκω
ἀπόερσε
ἀποζάω
ἀποζεύγνυμι
ἀπόζω
ἀποθάλλω
ἀποθαρρέω
View word page
ἀποδύρομαι
ἀποδύρομαι to lament bitterly, Hdt., Attic
ShortDef
to lament bitterly
Debugging
Headword:
ἀποδύρομαι
Headword (normalized):
ἀποδύρομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδυρομαι
IDX:
4027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4028
Key:
a)podu/romai
Data
{'content': 'ἀποδύρομαι\n to lament bitterly, Hdt., Attic', 'key': 'a)podu/romai'}