Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποδίδωμι
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀποδινέω
ἀποδίομαι
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιορίζω
ἀποδιώκω
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμάω
ἀπόδοσις
ἀποδοτέος
ἀποδοχή
ἀπόδρασις
ἀποδρέπω
ἀποδρύπτω
ἀποδύρομαι
ἀποδυτέος
ἀποδυτήριον
View word page
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμαστέος verb. adj. of ἀποδοκιμάζω one must reject, Xen. -έος, έα, έον, to be rejected, Arist., Luc.

ShortDef

one must reject

Debugging

Headword:
ἀποδοκιμαστέος
Headword (normalized):
ἀποδοκιμαστέος
Headword (normalized/stripped):
αποδοκιμαστεος
IDX:
4019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4020
Key:
a)podokimaste/os

Data

{'content': 'ἀποδοκιμαστέος\n verb. adj. of ἀποδοκιμάζω\n one must reject, Xen.\n -έος, έα, έον, to be rejected, Arist., Luc.', 'key': 'a)podokimaste/os'}