Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέξιος
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδηλία
ἄδηλος
ἀδημονέω
ἀδημονία
ἅδην
ἄδηρις
View word page
ἀδέψητος
ἀδέψητος δέψω untanned, of a raw hide, Od.
ShortDef
untanned
Debugging
Headword:
ἀδέψητος
Headword (normalized):
ἀδέψητος
Headword (normalized/stripped):
αδεψητος
IDX:
402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n402
Key:
a)de/yhtos
Data
{'content': 'ἀδέψητος\n δέψω\n untanned, of a raw hide, Od.', 'key': 'a)de/yhtos'}