Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀποδινέω
ἀποδίομαι
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιορίζω
ἀποδιώκω
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμάω
ἀπόδοσις
ἀποδοτέος
ἀποδοχή
ἀπόδρασις
ἀποδρέπω
ἀποδρύπτω
View word page
ἀποδιώκω
ἀποδιώκω to chase away, Thuc.; οὐκ ἀποδιώξει σαυτόν; i. e. take yourself off, Ar.
ShortDef
to chase away
Debugging
Headword:
ἀποδιώκω
Headword (normalized):
ἀποδιώκω
Headword (normalized/stripped):
αποδιωκω
IDX:
4016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4017
Key:
a)podiw/kw
Data
{'content': 'ἀποδιώκω\n to chase away, Thuc.; οὐκ ἀποδιώξει σαυτόν; i. e. take yourself off, Ar.', 'key': 'a)podiw/kw'}