Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀποδινέω
ἀποδίομαι
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιορίζω
ἀποδιώκω
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμάω
ἀπόδοσις
ἀποδοτέος
ἀποδοχή
ἀπόδρασις
ἀποδρέπω
View word page
ἀποδιορίζω
ἀποδιορίζω to mark off by dividing, to separate, NTest.

ShortDef

to mark off by dividing, to separate

Debugging

Headword:
ἀποδιορίζω
Headword (normalized):
ἀποδιορίζω
Headword (normalized/stripped):
αποδιοριζω
IDX:
4015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4016
Key:
a)podiori/zw

Data

{'content': 'ἀποδιορίζω\n to mark off by dividing, to separate, NTest.', 'key': 'a)podiori/zw'}