Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀποδινέω
ἀποδίομαι
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιορίζω
ἀποδιώκω
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμάω
ἀπόδοσις
ἀποδοτέος
ἀποδοχή
ἀπόδρασις
View word page
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπομπέομαι ἀπό, Διός, πομπή Dep. to avert threatened evils by offerings to Zeus, to conjure away, Plat.
ShortDef
to avert threatened evils by offerings to Zeus, to conjure away
Debugging
Headword:
ἀποδιοπομπέομαι
Headword (normalized):
ἀποδιοπομπέομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδιοπομπεομαι
IDX:
4014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4015
Key:
a)podiopompe/omai
Data
{'content': 'ἀποδιοπομπέομαι\n ἀπό, Διός, πομπή\n Dep. to avert threatened evils by offerings to Zeus, to conjure away, Plat.', 'key': 'a)podiopompe/omai'}