Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀποδινέω
ἀποδίομαι
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιορίζω
ἀποδιώκω
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμάω
ἀπόδοσις
ἀποδοτέος
ἀποδοχή
View word page
ἀποδίομαι
ἀποδίομαι = ἀποδιώκω, only in pres., Il.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποδίομαι
Headword (normalized):
ἀποδίομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδιομαι
IDX:
4013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4014
Key:
a)podi/omai
Data
{'content': 'ἀποδίομαι\n = ἀποδιώκω, only in pres., Il.', 'key': 'a)podi/omai'}