Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀποδινέω
ἀποδίομαι
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιορίζω
ἀποδιώκω
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμάω
ἀπόδοσις
View word page
ἀποδικέω
ἀποδικέω δίκη to defend oneself on trial, Xen.
ShortDef
to defend oneself on trial
Debugging
Headword:
ἀποδικέω
Headword (normalized):
ἀποδικέω
Headword (normalized/stripped):
αποδικεω
IDX:
4011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4012
Key:
a)podike/w
Data
{'content': 'ἀποδικέω\n δίκη\n to defend oneself on trial, Xen.', 'key': 'a)podike/w'}