Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀποδινέω
ἀποδίομαι
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιορίζω
ἀποδιώκω
ἀποδοκεῖ
View word page
ἀποδιατρίβω
ἀποδιατρίβω to wear quite away, to waste utterly, Aeschin.
ShortDef
to wear quite away, to waste utterly
Debugging
Headword:
ἀποδιατρίβω
Headword (normalized):
ἀποδιατρίβω
Headword (normalized/stripped):
αποδιατριβω
IDX:
4007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4008
Key:
a)podiatri/bw
Data
{'content': 'ἀποδιατρίβω\n to wear quite away, to waste utterly, Aeschin.', 'key': 'a)podiatri/bw'}