Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόδερμα
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀποδινέω
ἀποδίομαι
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιορίζω
View word page
ἀπόδημος
ἀπόδημος away from oneʼs country, from home, abroad, Pind., Plut.
ShortDef
away from one's country, from home, abroad
Debugging
Headword:
ἀπόδημος
Headword (normalized):
ἀπόδημος
Headword (normalized/stripped):
αποδημος
IDX:
4005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4006
Key:
a)po/dhmos
Data
{'content': 'ἀπόδημος\n away from oneʼs country, from home, abroad, Pind., Plut.', 'key': 'a)po/dhmos'}