Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδερμα
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀποδινέω
ἀποδίομαι
View word page
ἀποδημητικός
ἀποδημητικός from ἀδημέω fond of travelling: παράστασις ἀπ. banishment to foreign parts, i. e. ostracism, Arist.

ShortDef

fond of travelling

Debugging

Headword:
ἀποδημητικός
Headword (normalized):
ἀποδημητικός
Headword (normalized/stripped):
αποδημητικος
IDX:
4003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4004
Key:
a)podhmhtiko/s

Data

{'content': 'ἀποδημητικός\n from ἀδημέω\n fond of travelling: παράστασις ἀπ. banishment to foreign parts, i. e. ostracism, Arist.', 'key': 'a)podhmhtiko/s'}