Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδερμα
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀποδινέω
View word page
ἀποδημητής
ἀποδημητής from ἀποδημέω one who goes abroad, Thuc.
ShortDef
one who goes abroad
Debugging
Headword:
ἀποδημητής
Headword (normalized):
ἀποδημητής
Headword (normalized/stripped):
αποδημητης
IDX:
4002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4003
Key:
a)podhmhth/s
Data
{'content': 'ἀποδημητής\n from ἀποδημέω\n one who goes abroad, Thuc.', 'key': 'a)podhmhth/s'}