Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποδεκτέος
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδερμα
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδικεῖν
View word page
ἀποδέω
ἀποδέω to be in want of, lack, τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια 1, lacking 300, Thuc.: to fall short of, be inferior to, τινός Luc.

ShortDef

to bind fast
to be in want of, lack

Debugging

Headword:
ἀποδέω
Headword (normalized):
ἀποδέω
Headword (normalized/stripped):
αποδεω
IDX:
4000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4001
Key:
a)pode/w2

Data

{'content': 'ἀποδέω\n to be in want of, lack, τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια 1, lacking 300, Thuc.: to fall short of, be inferior to, τινός Luc.', 'key': 'a)pode/w2'}