Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποδεκατόω
ἀποδεκτέος
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδερμα
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
View word page
ἀποδέω
ἀποδέω to bind fast, Plat.
ShortDef
to bind fast
to be in want of, lack
Debugging
Headword:
ἀποδέω
Headword (normalized):
ἀποδέω
Headword (normalized/stripped):
αποδεω
IDX:
3999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4000
Key:
a)pode/w1
Data
{'content': 'ἀποδέω\n to bind fast, Plat.', 'key': 'a)pode/w1'}