Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀβληχής
ἀβληχρός
ἀβληχρώδης
ἀβοήθητος
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβόσκητος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἀβριθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβροδίαιτος
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἄβρομος
ἁβροπέδιλος
View word page
ἄβουλος
ἄβουλος βουλή inconsiderate, ill-advised, Soph., etc.; τέκνοισι ἄβουλος taking no thought for them, Soph.: comp. -ότερος, Thuc.; adv. -ως, inconsiderately, Hdt.; Sup. ἀβουλότατα, Hdt.

ShortDef

inconsiderate, ill-advised

Debugging

Headword:
ἄβουλος
Headword (normalized):
ἄβουλος
Headword (normalized/stripped):
αβουλος
IDX:
40
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n40
Key:
a)/boulos

Data

{'content': 'ἄβουλος\n βουλή\n inconsiderate, ill-advised, Soph., etc.; τέκνοισι ἄβουλος taking no thought for them, Soph.: comp. -ότερος, Thuc.; adv. -ως, inconsiderately, Hdt.; Sup. ἀβουλότατα, Hdt.', 'key': 'a)/boulos'}