Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποδειπνίδιος
ἀποδειροτομέω
ἀποδεκατόω
ἀποδεκτέος
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδερμα
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
ἀποδιατρίβω
View word page
ἀπόδεσμος
ἀπόδεσμος a breastband, girdle, Luc. a bundle, bunch, Plut.

ShortDef

a breastband, girdle

Debugging

Headword:
ἀπόδεσμος
Headword (normalized):
ἀπόδεσμος
Headword (normalized/stripped):
αποδεσμος
IDX:
3997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3998
Key:
a)po/desmos

Data

{'content': 'ἀπόδεσμος\n a breastband, girdle, Luc.\n a bundle, bunch, Plut.', 'key': 'a)po/desmos'}